μεριδάρχῃ

μεριδάρχῃ
μεριδάρχης
governor of a district
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεριδαρχικά — μεριδαρχικά, τὰ (Α) [μεριδάρχης] φόρος που καταβαλλόταν από τον μεριδάρχη για το αξίωμά του ή ίσως από τους πολίτες για τη συντήρηση τού μεριδάρχη …   Dictionary of Greek

  • μεριδαρχία — μεριδαρχία, ἡ (Α) [μεριδάρχης] το αξίωμα τού μεριδάρχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”